ξουρίζω
κ. ξυρίζω, ρ.
[<ξυρίζω], ξυρίζω. 1. λέω ψέματα, λέω ανακρίβειες: «μας ξούριζε μια
ώρα κι εμείς κάναμε πως τον πιστεύαμε». 2. αναγκάζω κάποιον να πληρώσει
υπέρογκο ποσό: «πήγαμε στα μπουζούκια και μας ξούρισαν». 3α. στο γ΄ εν. ξουρίζει
κ. ξυρίζει, επικρατεί τσουχτερό κρύο, τσουχτερός αέρας: «μη βγεις
έξω, γιατί ξουρίζει». β. ο επαγγελματίας ή το μαγαζί για το οποίο
γίνεται λόγος είναι πάρα πολύ ακριβό: «είναι καλός δικηγόρος, αλλά στο τέλος
ξουρίζει || μην πάτε στο τάδε μαγαζί, γιατί ξουρίζει»·
- θα μας
τα ξουρίσεις! ή θα μου τα ξουρίσεις! (ενν. τα γένια μου και ιδίως τις
τρίχες που βρίσκονται στα γεννητικά μου όργανα), δεν μπορείς να μου κάνεις
τίποτα, δε σε φοβάμαι, δε σε υπολογίζω: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε κάνω
μαύρο στο ξύλο. -Θα μας τα ξουρίσεις!». Από την εικόνα του ατόμου που λίγο πριν
μπει στο χειρουργείο να χειρουργηθεί, του ξυρίζουν τις τρίχες που βρίσκονται
στα γεννητικά του όργανα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του.